- ἐπηλλαγμένως
- ἐπαλλάσσωchange overperf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)ἐπηλλαγμένωςcrosswiseindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επηλλαγμένως — ἐπηλλαγμένως (AM) επίρρ. 1. εναλλακτικά 2. σταυρωτά, σταυροειδώς … Dictionary of Greek